αποκρατώ

αποκρατώ
(AM ἀποκρατῶ, -έω)
κρατώ, διατηρώ
μσν.- νεοελλ.
1. κρατώ για φύλαξη
2. (για κτήση) διασώζω
3. (για τροφό) φροντίζω
4. διατηρούμαι, εξακολουθώ να υπάρχω
νεοελλ.
1. κρατώ για τον εαυτό μου κάτι, δεν το παραχωρώ
2. (για αλυκές και λιμνοθάλασσες) αποφράζω, αποχωρίζω
αρχ.-μσν.
(για τη γλώσσα) συγκρατώ
μσν.
1. (για περιοχή) εξουσιάζω
2. απολαμβάνω
3. βοηθώ κάποιον
αρχ.
1. υπερέχω, ξεχωρίζω
2. διατηρώ στη μνήμη, θυμάμαι
3. ιατρ. ελέγχω, θεραπεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”